ξεθεώνω

ξεθεώνω
μετ.
1) изнурять, истощать, переутомлять, выматывать душу, мучить; 2) докучать, надоедать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεθεώνω" в других словарях:

  • ξεθεώνω — ξεθεώνω, ξεθέωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθεώνω — υποβάλλω κάποιον σε μεγάλη κούραση, καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω («μάς ξεθέωσε στη γυμναστική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εθέωσα, αόρ. τού ἐκθεῶ (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • ξεθεώνω — ξεθέωσα, ξεθεώθηκα, ξεθεωμένος, καταπονώ, ταλαιπωρώ κάποιον, του βγάζω την ψυχή: Με ξεθέωσε με τη φλυαρία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθεωτικός — ή, ό [ξεθεώνω] ο υπερβολικά κουραστικός, βασανιστικός, εξοντωτικός …   Dictionary of Greek

  • ξεπατώνω — 1. αφαιρώ ή φθείρω τον πυθμένα, τον πάτο ενός αντικειμένου («ξεπάτωσες τον κουβά») 2. αφαιρώ το πάτωμα, ιδίως το ξύλινο δάπεδο 3. εξαντλώ τις σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις κάποιου, ξεθεώνω 4. αφανίζω, εξολοθρεύω, ξεκληρίζω 5. μέσ. ξεπατώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεθέωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεθεώνω, καταπόνηση, υπερβολική ταλαιπωρία. 2. ως βρισιά, αδύνατος, καχεκτικός: Άι να χαθείς, ξεθέωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»